ἀπηρείσαντο

ἀπηρείσαντο
ἀπερείδω
fix
aor ind mid 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ωμοτόκος — ον, Α 1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει 2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.) 3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”